- ἀξιήκοος
- ἀξι-ήκοος, ον, (ἀκοή)A = ἀξιάκουστος, Diog.Ep.35 and 36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀξιηκόους — ἀξιήκοος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)